Πήγε κοντά της μια μέρα που την είδε να κάθεται πάνω στη στέγη, τυλιγμένη με μια πολύ χοντρή κουβέρτα για να προστατευθεί από το κρύο. Τα δέντρα είχανε μαδήσει και καπνός ανέβαινε από την καμινάδα του σπιτιού, όμως εκείνη μάζευε τον λιγοστό ήλιο που είχε ξαναβγεί μετά από πολλές μέρες καταχνιάς. Δεν ήθελε όμως να φανεί ότι πήγαινε καθαρά για να τη δει, παρά μόνο εμφανίστηκε να περπατά κοιτώντας το έδαφος σα να έψαχνε κάτι, αρκετά μακριά από τον φράχτη της, μέσα όμως στο οπτικό της πεδίο. Και όπως έλπιζε, εκείνη τον είδε και τον φώναξε, κουνώντας του το χέρι της. Ικανοποιημένος που το σχέδιο του είχε πετύχει, πλησίασε το σπίτι της και τη βρήκε να στέκεται όρθια και να τον