Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

ΜΕ ΤΟΥΣ E Λ ΠΡΟΣ > ΤΗΝ ΑΝΓΚΧΑΡΤΑ


Η Ενλόρ-Ιλξ τον είχε κοιτάξει που κοιμόταν ειρηνικά, πριν τραβήξει την πόρτα πίσω της, βγαίνοντας από το δωμάτιο. Είχε πάρει μαζί της τον σάκο της και είχε βγει έξω από το
σπίτι πριν χαράξει. Ένοιωθε το σώμα της βαρύ, με μια γλυκιά κούραση που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει, αλλά βιάστηκε να απομακρυνθεί από την πόλη, τρέχοντας προς το χωριό, μεσ’ από τα μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά στα πόδια της, χωρίς κόπο. Κανένα άλογο δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει γρηγορότερα από την ίδια, από τους μυστικούς δρόμους που γνώριζε τόσο καλά, παρά τα οκτώ χρόνια που είχε περάσει στην πόλη, μαζί με τη Μίριελ και το στρατηγό του 780. 

Ο Σρατηγός
Είχε καταβάλει απίστευτη προσπάθεια μέχρι να καταφέρει να κλείσει την πόρτα του δωματίου της και να τον αφήσει πίσω της, παρά την αγάπη που ένοιωθε για εκείνον, αλλά η ενοχή που βάραινε την καρδιά της και η έγνοια για το μέλλον των Ελ, αποδείχτηκαν δυνατότερες, αν και σχεδίαζε να επιστρέψει κοντά του, μόλις τελείωναν όλα. Τουλάχιστον του είχε αφήσει το χρυσό δαχτυλίδι, το ταίρι του δικού της δαχτυλιδιού από ασήμι, που φορούσε στο χέρι της. 
Έφτασε στο χωριό των Νάν-ταν και οι φρουροί που την είδαν ξαφνικά, απόρησαν με την ταχύτητα που τους προσπέρασε και βρήκε τον Γκόν-γκι που μόλις είχε επιστρέψει από το βραδινό κυνήγι.
 «Τι κάνεις εδώ; Πως κι είσαι έξω από την πόλη τέτοια ώρα;» την ρώτησε απορημένος. 
«Ο πατέρας μου σας είχε υποσχεθεί να σας οδηγήσει στο Ανόριεν, όταν θα γυρνούσε από την Κάλλικουμ», του είπε λαχανιασμένη. «Ήρθα να το κάνω εγώ αντί για εκείνον…» 
«Πως σ’ άφησε ο στρατηφός να φύγεις έξω από την πύλη; Και γιατί να φύγουμε χωρίς τον Ελρέντ;» την ξαναρώτησε.
 «Δε θα ‘ρθει ξανά πίσω, Γκόν-γκι», του απάντησε, «ο Θεσβίτης γύρισε μόνος του πριν τρεις ημέρες και μου ‘πε ότι πέθανε στη μάχη…» 
Ο Γάουρ την κοίταζε σαν να μην την πιστεύει. Στεκότανε μπροστά του ντυμένη με ρούχα εκστρατείας, τα αναγνώριζε γιατί την είχε ξαναδεί μ’ αυτά, ήταν τα ρούχα της Ελάννα και ο σάκος της, ακόμα και το Έκετ φορούσε στον αριστερό μηρό αντί για το δεξί της μητέρας της, επειδή ήτανε αμφιδέξια. Στην πλάτη της φορούσε το τόξο και τα βέλη του στρατηγού μαζί με τον σάκο που είχε περάσει διαγώνια στο σώμα της για να μην την εμποδίζει καθώς έτρεχε. Όμως τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα και τυλιγμένα στο γκρίζο μαντήλι από λινάρι.
 »Ξέρω πως δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να το μάθεις», ξαναείπε η Ενλόρ-Ιλξ  «αλλά αυτό είναι μόνο το ένα απ’ όλα τα άσχημα νέα…Οι Μχρεμόν ξέρουν ότι είμαι εδώ, παρά την προσπάθεια που κατέβαλλε εκείνος να τους το κρύψει και ίσως με αναζητήσουν σύντομα…Δεν ξέρω τι σκοπούς μπορεί να έχουν, και αφού ο πατέρας μου τους απέφευγε, τότε πιστεύω ότι είναι καλύτερα να κάνω κι εγώ το ίδιο…Το έχω πάρει απόφαση να φύγω, απλώς θέλω να μάθω αν θα έρθετε μαζί μου ή θα αναγκαστώ να φύγω μόνη μου …» 
«Ακόμα κι αν δεχόμασταν να σε συνοδεύσουμε, θα έπρεπε να κάνουμε προετοιμασίες και όχι να φύγουμε έτσι…Έχουμε γυναίκες μαζί μας και παιδιά, και δεν θα μπορούμε να πάμε όσο θα θέλαμε γρήγορα, επειδή αποκλείεται να προχωρούμε κατά τη διάρκεια της μέρας μέσα σε άγνωστα εδάφη…Θα πρέπει να σταματήσουμε για τον χειμώνα, σε κάποιο ασφαλές σημείο μακριά από τους ανθρώπους, και να υπάρχει στερεό έδαφος με πολλά δέντρα και βράχια για να καλυπτόμαστε από τους εχθρούς, όποιοι κι αν είναι αυτοί…» 
«Θα τα βρούμε όλ’ αυτά σου το υπόσχομαι, μόνον αποφασίστε γρήγορα, γιατί είμαι σκαστή από την πόλη και δεν θέλω να έρθω αντιμέτωπη με τον στρατηγό , που ίσως προσπαθήσει να με κρατήσει παρά τη θέλησή μου…Όσο για προμήθειες, είναι ακόμα καλοκαίρι και τα κυνήγια είναι πολλά και ο Λένονι έχει πολλά ψάρια…Αν ακολουθήσουμε την κοίτη του αντίστροφα, θα φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα στον κύριο όγκο των Βουνών και θα εγκατασταθούμε εκεί πριν να έρθει ο χειμώνας, και θα έχουμε μπροστά μας αρκετό καιρό για να προετοιμαστούμε για τα χιόνια…» 
Ο Ιεροεξεταστής  την κοίταξε δύσπιστα, του φάνηκε ότι η φίλη του κάτι του έκρυβε που δεν του το έλεγε. Το σχέδιο της ήταν αρκετά καλό αν και βιαστικό, εξάλλου γνώριζε τις ιστορίες της πρώτης μετανάστευσης, όταν είχαν φτάσει στο Κιλκίς με την βοήθεια του Ελρέντ, διασχίζοντας τεράστιες εκτάσεις από δέντρα, και τα μεγάλα ποτάμια του τόπου, με τελευταίο τον χερσότοπό τους, στο μέρος. Ίσως πραγματικά να χρειάζονταν αυτήν την αλλαγή στη ζωή τους, και θα ήταν η ευκαιρία να ξανασυναντήσουν τους ομόφυλούς τους, που δεν είχαν πάρει μέρος στην πρώτη εκστρατεία προς τα δυτικά, και να ανανεώσουν το αίμα της φυλής τους, καθώς είχαν καταλήξει να είναι όλοι λίγο-πολύ συγγενείς μεταξύ τους…Αν τα κατάφερναν, θα αποφάσιζε να αποχτήσει επιτέλους την οικογένεια που τόσο επιθυμούσε…
 «Μ’ ενδιαφέρει το σχέδιο αυτό», της απάντησε, και κάλεσε τους στρατιώτες του Χάλκινου στρατου του 780 να μαζευτούν.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...